- λύττου
- λύσσου , λυσσόωenragepres imperat act 2nd sgλύσσου , λυσσόωenrageimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάλλα — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Αν και δεν αναφέρεται σε αρχαία κείμενα, έγινε γνωστή από τρεις επιγραφές. Η πρώτη επιγραφή, του 3ου αι. π.Χ., αποτελούσε σύμβαση συμμαχίας και φιλίας μεταξύ της πόλης Λύττου, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της… … Dictionary of Greek
χερσόνησος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 6 μικρότεροι οικισμοί, τα Αγριανά (υψόμ. 90 μ.), το Μετόχι Σβούρου (υψόμ. 10 μ.), τα… … Dictionary of Greek
Καστελλίου, δήμος — Δήμος (6.819 κάτ.) του νομού Ηρακλείου που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αμαριανού, Αποστόλων, Αρχαγγέλου, Ασκών, Γερακίου, Ευαγγελισμού, Καρουζανών,… … Dictionary of Greek
Λάππα — Αρχαία πόλη της Κρήτης, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα και ήταν χτισμένη πάνω σε έναν ψηλό λόφο, μεταξύ δύο ποταμών. Το επίνειό της ήταν η παραθαλάσσια πόλη Φοίνιξ. Σύμφωνα με την παράδοση, η Λ. ιδρύθηκε… … Dictionary of Greek
Πολυρρήνιον — Πόλη της αρχαίας Κρήτης, που είχε πάρει μέρος υπέρ της Λύττου στον πόλεμο ανάμεσα στην Κνωσό και τη Λύττο. Είχε ακμάσει πάλι στους ρωμαϊκούς χρόνους … Dictionary of Greek